-
1 ετικέτα
[этикета] ουσ. Θ. этикеткаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ετικέτα
-
2 ετικέτα
[этикета] ουσ θ этикетка. -
3 ετικέτα
labelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ετικέτα
-
4 label
ετικέτα -
5 этикетка
-
6 ярлык
-
7 label
-
8 tag
[tæɡ] 1. noun1) (a label: a price-tag; a name-tag.) ετικέτα2) (a saying or quotation that is often repeated: a well-known Latin tag.) τετριμμένη φράση3) (something small that is added on or attached: a question-tag such as `isn't it?') ερωτηματική φράση (στο τέλος πρότασης)4) (a children's game in which one player chases the others and tries to touch one of them: to play tag.) κυνηγητό (παιδικό παιχνίδι)2. verb(to put a tag or label on something: All the clothes have been tagged.) δένω / περνώ ετικέτα- tag on -
9 бирка
η πινακίδα, η ετικέτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бирка
-
10 наклейка
1. (действие) η επικόλληση 2 (предмет) το αντικείμενο της επικόλλησηςη ταμπέλαη ετικέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наклейка
-
11 ярлык
η επιγραφή, разг. η ετικέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ярлык
-
12 sticker
noun (an adhesive label or sign bearing eg a design, political message etc, for sticking eg on a car's window etc: The car sticker read `Blood donors needed'.) ετικέτα,αυτοκόλλητο -
13 tab
[tæb]1) (a small flat piece of some material attached to, or part of, something larger, which stands up so that it can be seen, held, pulled etc: You open the packet by pulling the tab.) λωρίδα στην άκρη2) (a strip of material attached to a piece of clothing by which it can be hung up: Hang your jacket up by the tab.) μικρή θηλιά στο εσωτερικό ρούχων3) (a piece of material with a person's name or some other mark on it, attached to a piece of clothing so that its owner can be identified.) ετικέτα -
14 ticket
['tikit]1) (a piece of card or paper which gives the holder a certain right, eg of travel, entering a theatre etc: a bus-ticket; a cinema-ticket.) εισιτήριο2) (a notice advising of a minor motoring offence: a parking-ticket.) κλήση3) (a card or label stating the price etc of something.) ετικέτα -
15 этикетка
[ετικιέτκα] ουσ. θ. ετικέτα -
16 ярлык
[γιαρλύκ] ουσ. α. ετικέτα -
17 этикетка
[ετικιέτκα] ουσ θ ετικέτα -
18 ярлык
[γιαρλύκ] ουσ α ετικέτα -
19 надпись
-и θ.επιγραφή τίτλος• επικεφαλίδα• πινακίδα• ταμπέλα• ετικέτα• διεύθυνση• (ε)πανώγραμμα•надгробная - επιτάφια επιγραφή•
надпись на металле επιγραφή σε μέταλλο.
-
20 наклейка
-и θ.(επι)κόλληση•наклейка этиктов на коробки η κόλληση ετικετών στα κουτάκια.
|| ετικέτα, χαρτί κολλητό;(θεατρ.) πρόσθετο, κολλητό (για γένεια, μουστάκια κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ετικέτα — η 1. μικρή επιγραφή που κολλιέται σε φιάλες, κιβώτια, σάκους, τετράδια κ.λπ. για να δηλώσει το περιεχόμενό τους και μερικές φορές την αξία τους 2. εθιμοτυπία, τύπος συμπεριφοράς, κοινωνικής αναστροφής, κοινωνικοί τρόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
ετικέτα — η (λ. γαλλ.) 1. επιγραφή που αναφέρει το περιεχόμενο ή την τιμή του εμπορεύματος πάνω στο οποίο είναι κολλημένη. 2. μτφ., τρόπος κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλ. εθιμοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… … Dictionary of Greek
πιττάκιον — το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α 1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο 2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
καθαρότητα, χημική — Ο όρος χ.κ., ή ακριβέστερα βαθμός καθαρότητας, εκφράζει αριθμητικά τη μάζα της καθαρής ουσίας σε σχέση με την ολική μάζα του σώματος. Όλα τα χημικά προϊόντα, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, δεν βρίσκονται στην κατάσταση της απόλυτης καθαρότητας,… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek
βαστάζω — βαστάζω, βάσταξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: βαστάζω : η έννοια του ρήματος δεν πρέπει να ταυτίζεται με του βαστάω. Σημαίνει → σηκώνω, φέρω κάτι στους ώμους μου ως φορτίο. (Την ετικέτα της γεροντοκόρης, που τόσες και τόσες εργαζόμενες βαστάζουν σαν… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής